- κανίσκι
- το (AM κανίσκιον, Μ και κανίσκιν και κανίσχιν και κανίσχιον)μικρό, αβαθές καλάθι πλεγμένο με καλάμια ή λυγαριά, πανεράκι, κάνιστρονεοελλ.-μσν.1. κάνιστρο γεμάτο με δώρα, συνήθως φαγώσιμα2. πανέρι με διάφορα δώρα που στέλνεται σε επίσημες οικογενειακές τελετές, γάμους, βαπτίσεις κ.λπ.3. (γενικ.) δώρο, προσφορά, δωρεά, χάρισμαμσν.1. προγαμιαία δωρεά2. προσφορά στον Θεό, θυσία αναίμακτη.[ΕΤΥΜΟΛ. < κανίσκος (< κάνεον) + υποκορ. κατάλ. -ιον, πρβλ. πόδ-ιον, λόγ-ιον].
Dictionary of Greek. 2013.